- παραφθέγγομαι
- Α1. τροποποιώ κάπως την ομιλία μου, λέγω κάτι επί πλέον2. αναφέρω κάτι «εν παρόδω»3. μιλώ κακώς, έξω από το ορθό, λέγω ανοησίες4. διακόπτω τον λόγο κάποιου5. μιλώ ήπια, μειλίχια, σιγά6. λέγω ανακριβή, ψευδή ή εσφαλμένα7. εκστομίζω κάτι δίπλα σε κάποιο μέρος («παραφθέγγεσθαι τὴν εὐχὴν τῷ τροπαίῳ», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + φθέγγομαι «ομιλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.